- ὑπερβάντων
- ὑπερβαίνωstep overaor part act masc/neut gen plὑπερβαίνωstep overaor imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α … Dictionary of Greek